μήτηρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
μητηρ- μητερ- μητρ-
ονομαστική μήτηρ αἱ μητέρες
      γενική τῆς μητρός
ποιητικό:μητέρος
τῶν μητέρων
      δοτική τῇ μητρῐ́
στον Όμηρο,
και 
μητέρ
ταῖς μήτρᾰ́σῐ(ν)
    αιτιατική τὴν μητέρ τὰς μητέρᾰς
     κλητική ! μῆτερ μητέρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μητέρε
γεν-δοτ τοῖν  μητέροιν
Το «μήτηρ», αν και οξύτονο, ακολουθεί
τον τονισμό στις πλάγιες πτώσεις όπως στην κλίση του «πατήρ».
3η κλίση, συγκοπτόμενα, Κατηγορία 'πατήρ' όπως «μήτηρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μήτηρ < πρωτοελληνική *mā́tēr < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *méh₂tēr (μητέρα)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μήτηρ θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]