μήτρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μήτρα | οι | μήτρες |
γενική | της | μήτρας | των | μητρών |
αιτιατική | τη | μήτρα | τις | μήτρες |
κλητική | μήτρα | μήτρες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μήτρα < αρχαίο ελληνικό μήτρα < μήτηρ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μήτρα θηλυκό
- μυώδες κοίλο όργανο του γεννητικού συστήματος των γυναικών που βρίσκεται στη λεκάνη ανάμεσα στην ουροδόχο κύστη και το ορθό έντερο· στα τοιχώματά της προσκολλάται το γονιμοποιημένο ωάριο και στη συνέχεια στο εσωτερικό της αναπτύσσεται το έμβρυο μέχρι τη γέννησή του.
- στην πλαστική, τη χαρακτική ή τη μεταλλουργία: το καλούπι
- Οι μήτρες των πρώτων χαρτονομισμάτων φυλάσσονται στο μουσείο.
- ο χώρος όπου διαμορφώνονται ιδέες, αξίες, πολιτισμοί κ.λπ. που στη συνέχεια διαδίδονται και αποκτούν καθολική ακτινοβολία
Σύνθετα[επεξεργασία]
- ενδομήτριος, ενδομήτριο
- εξωμήτριος
- μητρορραγία
- μητρομανία
- μητρομανής
- μητροσκόπηση
- μητροσκόπιο
- παραμήτριος
- παραμητρίτιδα
- παραμητρικός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μήτρα