μίλτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μίλτος | αἱ | μίλτοι |
γενική | τῆς | μίλτου | τῶν | μίλτων |
δοτική | τῇ | μίλτῳ | ταῖς | μίλτοις |
αιτιατική | τὴν | μίλτον | τὰς | μίλτους |
κλητική ὦ! | μίλτε | μίλτοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μίλτω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μίλτοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μίλτος < (άμεσο δάνειο) προελληνική
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μίλτος θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
ετυμολογικό πεδίο
μιλτ-
μιλτ-
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- και στην καθαρεύουσα κόκκινη χρωστική ουσία
- ※ […] εἰς τεμάχιον ἁπαλοῦ καὶ γλοιώδους κρέατος πλέοντος ἐντός λίμνης ἐμβάμματος κοκκινοβαφοῦς, ὡς νὰ εἶχεν αὔτη παρασκευασθῇ διὰ μίλτου. (Χαράλαμπος Άννινος, Ἀττικαί ἡμέραι)
Πηγές[επεξεργασία]
- μίλτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μίλτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Δάνεια από την προελληνική (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την προελληνική (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Καθαρεύουσα από τα αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά από τα αρχαία ελληνικά (καθαρεύουσα)
- Λήμματα με παραθέματα (καθαρεύουσα)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)