μίνθη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Μίνθη

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μίνθη οι μίνθες
      γενική της μίνθης των μινθών
    αιτιατική τη μίνθη τις μίνθες
     κλητική μίνθη μίνθες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μίνθη < αρχαία ελληνική μίνθη < προελληνική [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μίνθη θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μίνθη αἱ μίνθαι
      γενική τῆς μίνθης τῶν μινθῶν
      δοτική τῇ μίνθ ταῖς μίνθαις
    αιτιατική τὴν μίνθην τὰς μίνθᾱς
     κλητική ! μίνθη μίνθαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μίνθ
γεν-δοτ τοῖν  μίνθαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μίνθη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μίνθη, -ης θηλυκό

  • άλλη μορφή του μίνθα
    ※  5ος↑ αιώνας Ἱπποκράτης, De diaeta, 2.54, p.558-560, @scaife.perseus
    Μίνθη θερμαίνει καὶ οὐρέεται καὶ ἐμέτους ἵστησι, καὶ ἢν πολλάκις ἐσθίῃ τις, τὴν γονὴν τήκει ὥστε ῥέειν, καὶ ἐντείνειν κωλύει, καὶ τὸ σῶμα ἀσθενὲς ποιέει.
    ※  4ος↑ αιώνας Ἀριστοτέλης, Προβλήματα (αμφίβολο)w Ὅσα περὶ θάμνους καὶ λαχανώδη, 20.2 @scaife.perseus
    Διὰ τί λέγεται μίνθην ἐν πολέμῳ μήτ’ ἔσθιε μήτε φύτευε; ἢ ὅτι καταψύχει τὰ σώματα; δηλοῖ δὲ ἡ τοῦ σπέρματος φθορά. τοῦτο δὲ ὑπεναντίον πρὸς ἀνδρείαν καὶ θυμὸν ταὐτὸν ὄν τῷ γένει.

Πηγές[επεξεργασία]