μίνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μίνι < (λόγιο δάνειο) αγγλική mini-
Επίθετο
[επεξεργασία]μίνι άκλιτο
- μικρός σε διαστάσεις ή διάρκεια
- μίνι διακοπές
- (για ρούχο) κοντός, που τελειώνει πάνω από το γόνατο
- μίνι φούστα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μίνι < (άμεσο δάνειο) αγγλική mini, miniskirt
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μίνι ουδέτερο άκλιτο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)