μίνι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Μια καρό μίνι φούστα.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μίνι < (λόγιο δάνειο) αγγλική mini-

Επίθετο

[επεξεργασία]

μίνι άκλιτο

  • μικρός σε διαστάσεις ή διάρκεια
    μίνι διακοπές
  • (για ρούχο) κοντός, που τελειώνει πάνω από το γόνατο
    μίνι φούστα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μίνι < (άμεσο δάνειο) αγγλική mini, miniskirt
ύψος ενός μίνι σε σχέση με το πόδι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μίνι ουδέτερο άκλιτο

  • φούστα κοντή, που αφήνει ακάλυπτο το γόνατο
    επιστρέφουν στη μόδα τα μίνι

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]