μίσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μίσα< (άμεσο δάνειο) υστερολατινική missa, θηλυκό του missus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος mitto

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μίσα θηλυκό

  1. φυγή
  2. απόλυση (λειτουργίας)
    ※  10ος αιώνας - Κωνσταντῖνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος (905‑959) Περὶ τῆς βασιλείου τάξεως (Περὶ τελετῶν) Constantini Porphyrogeniti Imperatoris De Ceremoniis Aulae Byzantinae. Επιμ. Johann Jakob Reiske. Βόννη: Weber, 1829
    Καὶ μετὰ τὸ ἐξελθεῖν τοὺς ἀνθρώπους αὐτῶν τότε καὶ αὐτοῖς τοῖς πρεσβευταῖς δίδωσιν ὅσα ἐκέλευσεν εὐτρεπισθῆναι εἰς λόγον αὐτῶν, καὶ δέχονται αὐτὸν οἱ σιλεντιάριοι, καὶ ἐγείρεται ὁ βασιλεὺς, καὶ ἐὰν μὴ ὦσιν πατρίκιοι, προσκυνοῦσιν αὐτὸν, καὶ συντάττονται, εἰ μὲν ἐν τῷ μικρῷ κάθηται κονσιστωρίῳ, ἐμπρὸς τῶν πορφυρῶν βάθρων ἐν τῷ θερινῷ κονσιστωρίῳ· εἰ δὲ ἐν τῷ μεγάλῳ κονσιστωρίῳ κάθηται, ἄνω πρὸ τῆς θύρας τῶν δευτέρων, καὶ κατέρχονται, καὶ μίσας ποιοῦσι. τὰ δὲ γράμματα τοῦ βασιλέως λαμβάνει ὁ μάγιστρος, καὶ ἔρχονται καὶ συντάττονται αὐτῷ, καὶ δίδωσιν αὐτά.

Συγγενικά[επεξεργασία]