μίτρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μήτρα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Μίτρα ορθόδοξου επισκόπου
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μίτρα οι μίτρες
      γενική της μίτρας των μιτρών
    αιτιατική τη μίτρα τις μίτρες
     κλητική μίτρα μίτρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μίτρα < ελληνιστική κοινή μίτρα (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική μίτρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mey- (δένω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈmi.tɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μί‐τρα

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μίτρα θηλυκό

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

  • μίτρα καπνοδόχου: επικάλυμμα καπνοδόχου που επιτρέπει την έξοδο του καπνού αλλά παρεμποδίζει την διείσδυση της βροχής

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]