μαία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Μαία

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαία οι μαίες
      γενική της μαίας των μαιών
    αιτιατική τη μαία τις μαίες
     κλητική μαία μαίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαία < αρχαία ελληνική μαῖα
μαία με νεογέννητο βρέφος (1944)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαία θηλυκό


Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]