μαβί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαβί < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική ماوی (mavi) (τουρκική mavi) < αραβική مَاوِيّ (māwiyy, υδάτινος)[1] < αραβική مائي (māwī, ύδωρ, υδατικό)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /maˈvi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐βί

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαβί ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

μαβί άκλιτο

  • άκλιτος τύπος του μαβής για όλα τα γένη

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

μαβί

Αναφορές[επεξεργασία]