μαγαζάτορας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαγαζάτορας < μαγαζ(ί) + -άτορας < βενετικά magasín < ιταλικά magazzino < αραβικά مخازن (maḵāzinun), πληθυντικός αριθμός του مخزن (maḵzanun) < خزن (ḵazana)< ρίζα خ ز ن (ḵ-z-n)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαγαζάτορας αρσενικό
- (επάγγελμα) ο ιδιοκτήτης ενός καταστήματος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαγαζάτορας
|