μαγειρείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαγειρείο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μαγειρεῖον < μαγειρεύω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ma.ʝiˈɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐γει‐ρεί‐ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαγειρείο ουδέτερο
- (και στον πληθυντικό) ο χώρος σε μια μεγαλύτερη εγκατάσταση (όχι όμως σε σπίτι) όπου εργάζονται οι μάγειροι και ετοιμάζεται το φαγητό
- ↪ ο επιλοχίας τον έστειλε για αγγαρεία στα μαγειρεία
- λαϊκό εστιατόριο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)