μαγειρικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
μαγειρικά < μαγειρικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
μαγειρικά
- από μαγειρική άποψη, με μαγειρικό τρόπο (όχι ιδιαίτερα δοκιμο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαγειρικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
μαγειρικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μαγειρικό