μαγειρικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαγειρικά < μαγειρικός

Επίρρημα[επεξεργασία]

μαγειρικά

  • από μαγειρική άποψη, με μαγειρικό τρόπο (όχι ιδιαίτερα δοκιμο)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

μαγειρικά