μαγικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]μαγικά < μαγικός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μαγικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τα μάγια, μαγική ενέργεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μαγικά
→ δείτε τη λέξη μάγια |
Επίρρημα
[επεξεργασία]μαγικά
- με μαγικό τρόπο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μαγικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]μαγικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μαγικό