μαγκανοπήγαδο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μαγκανοπήγαδο ουδέτερο
- πηγάδι που το νερό του αντλείται με μαγκάνι
- το μαγκάνι του πηγαδιού
- (μεταφορικά) η κουραστική και μονότονη δουλειά, η ρουτίνα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μαγκανοπήγαδο