μαγκουφιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μαγκουφιά | οι | μαγκουφιές |
γενική | της | μαγκουφιάς | των | μαγκουφιών |
αιτιατική | τη | μαγκουφιά | τις | μαγκουφιές |
κλητική | μαγκουφιά | μαγκουφιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαγκουφιά < μαγκούφης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαγκουφιά θηλυκό
- η ερημιά, η μοναξιά, η έλλειψη οποιουδήποτε οικογενειακού δεσμού και απογόνων, κακομοιριά
- η παραξενιά και ο εγωισμός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαγκουφιά
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)