μαγκούφης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαγκούφης < μαγκαφάς < τουρκική mankafa ("χοντροκέφαλος")
Επίθετο[επεξεργασία]
μαγκούφης, -α/-ισσα, -ικο
- άτομο που έχει απομείνει χωρίς οικογένεια, άγαμος, ολομόναχος, έρημος
- θα μείνεις μαγκούφης σ' όλη σου τη ζωή!
- (μεταφορικά) ο άθλιος, ο δυστυχής
- (μεταφορικά) για άτομα ιδιότροπα που λόγω του χαρακτήρα τους οι άλλοι τους αποστρέφονται
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαγκούφης