μαγνάδι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαγνάδι τα μαγνάδια
      γενική του μαγναδιού των μαγναδιών
    αιτιατική το μαγνάδι τα μαγνάδια
     κλητική μαγνάδι μαγνάδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαγνάδι' < μεσαιωνική ελληνική μαγνάδιον< πιθανόν αρχαία ελληνική μανός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαγνάδι ουδέτερο

  • γυναικείο κάλυμμα του κεφαλιού από πολύ λεπτοϋφασμένο ύφασμα, μαντήλα κεφαλιού
    ※  —Δό μου τὸ μαγνάδι μου, καβαλλάρη, δό μου τὴν καλύπτρα μου, ἀφέντη, καὶ λύνω τὰ μάγια τῆς ἀγάπης μου . —Νὰ σοῦ τὰ δώσω δὲ μπορῶ, θὰ μ ̓ ἀκολουθήσεις τώρα, μαγεμένη κόρη, νὰ σὲ πάω νύφη τοῦ σπιτιοῦ μου (Αρχείον του Θρακικού λαογραφικού και γλωσσικού θησαυρού, τόμος 3-4, Εταιρεία Θρακικών Μελετών, 1936, σελ. 21)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]