μαγνήτιση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαγνήτιση οι μαγνητίσεις
      γενική της μαγνήτισης* των μαγνητίσεων
    αιτιατική τη μαγνήτιση τις μαγνητίσεις
     κλητική μαγνήτιση μαγνητίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μαγνητίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαγνήτιση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαγνήτιση θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]