μαγνητίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαγνητίτης < μαγνήτ(ης) + -ίτης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαγνητίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία) πέτρωμα που περιέχει ορυκτό του σιδήρου και εμφανίζει με μαγνητικές ιδιότητες
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαγνητίτης
|