μαγνητοσκοπώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαγνητοσκοπώ < μαγνητοσκοπῶ στην καθαρεύουσα < μαγνήτης + σκοπῶ
Ρήμα[επεξεργασία]
μαγνητοσκοπώ, πρτ.: μαγνητοσκοπούσα, στ.μέλλ.: θα μαγνητοσκοπήσω, αόρ.: μαγνητοσκόπησα, παθ.φωνή: μαγνητοσκοπούμαι, μτχ.π.π.: μαγνητοσκοπημένος
- εγγράφω εικόνα σε μαγνητική ταινία, αλλά και γενικά εγγράφω εικόνες με οποιουδήποτε τύπου κάμερα για να τις προβάλλω αργότερα ή γενικά για να τις έχω στη διάθεσή μου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαγνητοσκοπώ
|