Μετάβαση στο περιεχόμενο

μαγνητοστρωματογραφία

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαγνητοστρωματογραφία οι μαγνητοστρωματογραφίες
      γενική της μαγνητοστρωματογραφίας των μαγνητοστρωματογραφιών
    αιτιατική τη μαγνητοστρωματογραφία τις μαγνητοστρωματογραφίες
     κλητική μαγνητοστρωματογραφία μαγνητοστρωματογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μαγνητοστρωματογραφία < μαγνήτης + -ο- + στρωματογραφία (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική magnetostratigraphy)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μαγνητοστρωματογραφία θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]