μαγνητοφωνήσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
μαγνητοφωνήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του μαγνητοφώνηση
- εναλλακτικά: μαγνητοφώνησης
μαγνητοφωνήσεως θηλυκό