μαγνητοχημεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαγνητοχημεία θηλυκό
- κλάδος της χημείας που μελετά την επίδραση των μαγνητικών πεδίων στην ατομική και μοριακή δομή και τους τρόπους αξιοποίησής τους (π.χ. στην μικροβιολογική ανάλυση)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαγνητοχημεία