Μετάβαση στο περιεχόμενο

μαγνητόφωνο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαγνητόφωνο τα μαγνητόφωνα
      γενική του μαγνητόφωνου
& μαγνητοφώνου
των μαγνητόφωνων
& μαγνητοφώνων
    αιτιατική το μαγνητόφωνο τα μαγνητόφωνα
     κλητική μαγνητόφωνο μαγνητόφωνα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μαγνητόφωνο < μαγνητο- (μαγνήτης, μαγνητικός) + -φωνο (<φωνή)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μαγνητόφωνο ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]