Μετάβαση στο περιεχόμενο

μαδάω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μαδάω < (ελληνιστική κοινή) μαδάω

μαδάω



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μαδάω < λείπει η ετυμολογία

μαδάω

  1. διαβρώνομαι από υγρασία
  2. μαδώ