μαζῶν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μαζών

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

μαζῶν

  1. (αρσενικό) γενική πληθυντικού του μαζός, επικός τύπος του μαστῶν, του μαστός
  2. (αρσενικό) γενική πληθυντικού του μαζός, ιωνικός τύπος του μαστῶν, του μαστός
  3. (θηλυκό) γενική πληθυντικού του μᾶζα