μαθαίνοντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
μαθαίνοντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος μαθαίνω
- ↪ Έπεσε από τα σύννεφα μαθαίνοντας ότι είχε γράψει κάτω από τη βάση.
- ↪ Μαθαίνοντας τις συμβαίνει έχεις ένα όπλο στην κοινωνία, η πληροφόρηση είναι εργαλείο προόδου κι ας είναι στα χέρια συμφερόντων.