μαθεύομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
μαθεύομαι, πρτ.: μαθευόμουν, στ.μέλλ.: θα μαθευτώ, αόρ.: μαθεύτηκα, μτχ.π.π.: μαθημένος (αποθετικό ρήμα) → δείτε και τη λέξη μαθαίνομαι
- (για νέα, ειδήσεις, πληροφορίες) γίνεται γνωστό
- Δεν μαθεύτηκε τίποτα. Το κρατούν όλοι επτασφράγιστο μυστικό.
- η αλήθεια πάντα μαθεύεται
- (σε γ' πρόσωπο κυρίως αορίστου: απρόσωπο ρήμα) διαδίδεται η φήμη
- μόλις μαθεύτηκε ότι παραιτήθηκε ο πρόεδρος
- μαθεύεται ότι θα παντρευτείς· αληθεύει;
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Τα ρήματα μαθαίνομαι και μαθεύομαι συχνά εναλλάσσονται (με την έννοια: γίνεται γνωστό)
- Σύμφωνα με τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη ο αόριστος (μαθεύτηκα) περιλαμβάνεται και στην κλίση του μαθαίνομαι. [2]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992). σελ.367