μαθητιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαθητιώ < μαθητιῶ στην καθαρεύουσα < αρχαία ελληνική μαθητιάω

Ρήμα[επεξεργασία]

μαθητιώ

Η μαθητιώσα νεολαία (όρος σε πλήρη χρήσει για τους μαθητές και τις μαθήτριες περίπου μέχρι το 1975 -μετά σταδιακά έπαψε να ακούγεται τόσο συχνά)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]