μαθητούδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μαθητούδι | τα | μαθητούδια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μαθητούδι | τα | μαθητούδια |
κλητική | μαθητούδι | μαθητούδια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαθητούδι < μαθητής + υποκοριστικό επίθημα -ούδι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ma.θiˈtu.ði/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαθητούδι ουδέτερο
- ο μαθητής μικρής ηλικίας
- (μειωτικό) αυτός που ακόμα μαθαίνει τη δουλειά του και δεν έχει αποκτήσει πείρα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -ούδι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)