μαιανδρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαιανδρικός < μαίανδρ(ος) + -ικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /me.an.ðɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μαι‐αν‐δρι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
μαιανδρικός, -ή, -ό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη οφιοειδής
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαιανδρικός