μαινάδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαινάδα οι μαινάδες
      γενική της μαινάδας των μαινάδων
    αιτιατική τη μαινάδα τις μαινάδες
     κλητική μαινάδα μαινάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαινάδα < αρχαία ελληνική μαινάς-άδος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαινάδα θηλυκό

  1. γυναίκες συνοδοί του θεού των αρχαίων Ελλήνων Διόνυσου οι οποίες περιφέρονταν σε έξαλλη κατάσταση
  2. γυναίκα σε έξαλλη κατάσταση ή και μονίμως έξαλλη, στρίγγλα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]