μαινάδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μαινάδα | οι | μαινάδες |
γενική | της | μαινάδας | των | μαινάδων |
αιτιατική | τη | μαινάδα | τις | μαινάδες |
κλητική | μαινάδα | μαινάδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαινάδα < αρχαία ελληνική μαινάς-άδος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαινάδα θηλυκό
- γυναίκες συνοδοί του θεού των αρχαίων Ελλήνων Διόνυσου οι οποίες περιφέρονταν σε έξαλλη κατάσταση
- γυναίκα σε έξαλλη κατάσταση ή και μονίμως έξαλλη, στρίγγλα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαινάδα