μαιτρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μαιτρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική maître
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μαιτρ αρσενικό άκλιτο
- άλλη γραφή του μετρ (μη απλοποιημένη)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μαιτρ
|