μακάβριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
.
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μακάβριος < γαλλική macabre ή το ισπανικό macabro < πιθανόν από τη λέξη Μακκαβαίος (επειδή οι νεκρικοί χοροί και οι αντίστοιχες ζωγραφιές σε εκκλησίες κατά το Μεσαίωνα ονομάζονταν και χοροί των Μακκαβαίων) ή αν η ρίζα είναι ισπανική, τότε μπορεί να προέρχεται από την αραβική λέξη που προφέρεται "μακαμπέρ" και σημαίνει νεκροταφείο
Επίθετο[επεξεργασία]
μακάβριος, -α, -ο
- ανατριχιαστικός, σχετικός με το θάνατο, την ταφή, φρικαλέος
- μακάβριες εικόνες, μακάβριο θέαμα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- μακάβριο χιούμορ : απόδοση του black humor ή (στο σινεμά) της μαύρης κωμωδίας
- μακάβριος χορός : (παρωχημένο) εικόνα χορού νεκρών, βασιλιάδων και φτωχών, που συμβόλιζε τη ματαιότητα και άρχισε να ζωγραφίζεται σε πολλές ευρωπαϊκές εκκλησίες περίπου την εποχή που η Ευρώπη επλήγη από την πανώλη