μακάκας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μακάκας οι μακάκες
      γενική του μακάκα
    αιτιατική τον μακάκα τους μακάκες
     κλητική μακάκα μακάκες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

  1. μακάκας < μαλάκας με μεταγραμματισμό για καμουφλάρισμα του χυδαίου χαρακτήρα της λέξης
  2. μακάκας < μακάκος με [o] > [a]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /maˈka.kas/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μακάκας αρσενικό

  1. (ευφημισμός χυδαίου), (υβριστικό) υπαινικτική ανακατεμένη μορφή της λέξης μαλάκας, στον ανεπίσημο λόγο
    ※  Εγώ, μακάκας με περικεφαλαία. Υψηλότερη και ογκωδέστερη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Τουτέστιν μακάκας επικών διαστάσεων. Επειδή κανένα τραπεζικό ή άλλο δάνειο. Ούτε καταναλωτικό. Ούτε διακοπών. Ούτε επιχειρηματικό. Ούτε στεγαστικό. Τίποτα. Μισή δεκάρα. (Εγώ ο μέγας μακάκας, protothema.gr, 26/03/2019)
    ※  TABLOID/Φλωρινιώτης: «Ο Λεπά, να το πω, πολύ ευγενικά, είναι πολύ μακάκας» (Η μάχη των τιτάνων της πίστας, LIFOTEAM, 20.12.2012, www.lifo.gr)
  2. (ανεπίσημο) άλλη μορφή του μακάκος του γένους των μαϊμούδων Macaca
    ※  Η μαϊμού έβγαλε selfie και ξέσπασε διαμάχη 17.000 δολαρίων. Ένας μακάκας έβαλε σε μπελάδες βρετανό φωτογράφο (newsbeast.gr, 08/08/2014)
    ※  Μακάκας προσπαθεί να κάνει σεξ με δύο θηλυκά ελάφια (βίντεο), ([1] 11 Ιανουαρίου 2017)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]