μακάκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μακάκος οι μακάκοι
      γενική του μακάκου των μακάκων
    αιτιατική τον μακάκο τους μακάκους
     κλητική μακάκο μακάκοι
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μακάκος < γαλλικό macaque, πορτογαλέζικο macaco, από τη γλώσσα Μπαντού, makaku (μερικοί πίθηκοι)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μακάκος αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]