μακάκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μακάκος < γαλλικό macaque, πορτογαλέζικο macaco, από τη γλώσσα Μπαντού, makaku (μερικοί πίθηκοι)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μακάκος αρσενικό
- (ζωολογία) πίθηκος της οικογένειας των κερκοπιθηκιδών