μακαντάσης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μακαντάσης < (άμεσο δάνειο) τουρκική mankadaş
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μακαντάσης αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μακαντάσης
|