μακαρόνι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Μακαρώνη

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μακαρόνι τα μακαρόνια
      γενική του μακαρονιού των μακαρονιών
    αιτιατική το μακαρόνι τα μακαρόνια
     κλητική μακαρόνι μακαρόνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ωμά μακαρόνια
μακαρόνια με κιμά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μακαρόνι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μακαρόνι [1] < βενετική macaroni, πληθυντικός του macaron (ιταλική maccaroni, macaroni)[2] για το οποίο, εκδοχές:[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ma.kaˈɾo.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐κα‐ρό‐νι
ομόηχο: Μακαρώνη (γυναικείο επώνυμο)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μακαρόνι ουδέτερο

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. 1,0 1,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. 2,0 2,1 μακαρόνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. maccherone#Italian στο αγγλικό Βικιλεξικό



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μακαρόνι < (άμεσο δάνειο) βενετική macaroni - πιθανό αντιδάνειο → δείτε περισσότερα στο νεοελληνικό μακαρόνι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μακαρόνι ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]