μακαρόνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μακαρόνι | τα | μακαρόνια |
γενική | του | μακαρονιού | των | μακαρονιών |
αιτιατική | το | μακαρόνι | τα | μακαρόνια |
κλητική | μακαρόνι | μακαρόνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |


Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μακαρόνι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μακαρόνι [1] < βενετική macaroni, πληθυντικός του macaron (ιταλική maccaroni, macaroni)[2] για το οποίο, εκδοχές:[1]
- ή < παλαιά ιταλική macca (βρασμένη φάβα με αλεύρι) < λατινική maccare[3]
- ή πιθανό αντιδάνειο < μεσαιωνική ελληνική μακαρία (νεκρόδειπνο), ουσιαστικοποιημένο θηλυκό για την αρχαία ελληνική μακάριος → δείτε τη λέξη μάκαρ [2]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ma.kaˈɾo.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐κα‐ρό‐νι
- ομόηχο: Μακαρώνη (γυναικείο επώνυμο)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μακαρόνι ουδέτερο
- (γαστρονομία) είδος ζυμαρικού σε μορφή λεπτής σωληνωτής ράβδου
- ⮡ Αγαπάω πολύ τα μακαρόνια. Είμαι μακαρονάς!
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- μακαρόν
- μακαρόνια (πληθυντικός)
- μακαρονάδα & σύνθετα
- μακαρονάδικο
- μακαρονάκι
- μακαρονάς, μακαρονού
- μακαρονίζω
- μακαρονικός
- μακαρονισμός
- μακαρονιστής
- μακαρονίστικος
- μακαρονόπιτα
- μακαρονοποιείο
- μακαρονοποιία
- μακαρονοποιός
- μακαρονοσαλάτα
- μακαρονοφαγία
- μελομακαρονάκι
- μελομακάρονο
- παλιομακάρονα
- ρυζομακάρονα
- Όροι με μακαρον- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ 1,0 1,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ 2,0 2,1 μακαρόνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ maccherone#Italian στο αγγλικό Βικιλεξικό
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μακαρόνι < (άμεσο δάνειο) βενετική macaroni - πιθανό αντιδάνειο → δείτε περισσότερα στο νεοελληνικό μακαρόνι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μακαρόνι ουδέτερο
- (γαστρονομία) μακαρόνι
- άλλες μορφές: μακαρούνι, πληθυντικός: μακαρούνια
Συγγενικά
[επεξεργασία]- μακαρόνα, μακαρούνα (η μακαρονάδα, τα μακαρόνια)
- → δείτε και τη λέξη μακάριος
Πηγές
[επεξεργασία]- μακαρόνι - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα βενετικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντιδάνεια (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά ιταλικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Γαστρονομία (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)