μακελάρη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

μακελάρη

  1. μακελάρης, στη γενική του ενικού
  2. μακελάρης, στην αιτιατική του ενικού
  3. μακελάρης, στην κλητική του ενικού