μακιγιάζ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
την ώρα του μακιγιάζ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μακιγιάζ < (λόγιο δάνειο) γαλλική maquillage < maquiller +‎ -age < φραγκική *makjan / *makōn < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mag- (μαλάσσω, ανακατεύω κάνω)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μακιγιάζ ουδέτερο άκλιτο

  1. (κοσμετολογία) η εφαρμογή διαφόρων υλικών καλλωπισμού στο πρόσωπο
  2. (ειδικότερα, για ηθοποιούς, κλόουν) η παραπάνω διαδικασία για απόδοση των χαρακτηριστικών τού ρόλου που υποδύονται

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]