μακρολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μακρολογία < αρχαία ελληνική μακρολογία < μακρολογέω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μακρολογία θηλυκό
- πολυλογία, λόγος που τραβάει σε αδικαιολόγητο μάκρος, που κρατάει παραπάνω χρόνο από όσο αξίζει στο περιεχόμενό του ή στις περιστάσεις, όταν π.χ. πρέπει να ληφθεί γρήγορα μια απόφαση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μακρολογία