μακρολόγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / μακρολόγος τὸ μακρολόγον
      γενική τοῦ/τῆς μακρολόγου τοῦ μακρολόγου
      δοτική τῷ/τῇ μακρολόγ τῷ μακρολόγ
    αιτιατική τὸν/τὴν μακρολόγον τὸ μακρολόγον
     κλητική ! μακρολόγε μακρολόγον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ μακρολόγοι τὰ μακρολόγ
      γενική τῶν μακρολόγων τῶν μακρολόγων
      δοτική τοῖς/ταῖς μακρολόγοις τοῖς μακρολόγοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς μακρολόγους τὰ μακρολόγ
     κλητική ! μακρολόγοι μακρολόγ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μακρολόγω τὼ μακρολόγω
      γεν-δοτ τοῖν μακρολόγοιν τοῖν μακρολόγοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μακρολόγος < μακρο- + -λόγος

Επίθετο[επεξεργασία]

μακρολόγος, -ος, -ον, συγκριτικός: μακρολογώτερος

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις μακρός και λόγος

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

συγγενικά στα νέα ελληνικά [1]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. «μακρολολογώ, μακρολογία» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)

Πηγές[επεξεργασία]