μακρομοριακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μακρομοριακός < μακρομόριο
Επίθετο[επεξεργασία]
μακρομοριακός, -ή, -ό
- σχετικός με ένα μακρομόριο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μακρομοριακός