μακρομούρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μακρομούρης αρσενικό
- λαϊκός και υποτιμητικός χαρακτηρισμός του μακροπρόσωπου
- → δείτε τη λέξη μακροπρόσωπος