μακροπεριοχή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μακροπεριοχή θηλυκό
- γεωπολιτική υποδιαίρεση η οποία περιλαμβάνει διάφορες ιστορικές (παραδοσιακές) ή πολιτικά καθορισμένες περιοχές με κοινή γεωγραφική, οικονομική ή κοινωνική αναφορά
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μακροπεριοχή
|