μακροπεριοχή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μακροπεριοχή οι μακροπεριοχές
      γενική της μακροπεριοχής των μακροπεριοχών
    αιτιατική τη μακροπεριοχή τις μακροπεριοχές
     κλητική μακροπεριοχή μακροπεριοχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μακροπεριοχή < μακρο- + περιοχή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μακροπεριοχή θηλυκό

  • γεωπολιτική υποδιαίρεση η οποία περιλαμβάνει διάφορες ιστορικές (παραδοσιακές) ή πολιτικά καθορισμένες περιοχές με κοινή γεωγραφική, οικονομική ή κοινωνική αναφορά

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]