μακροπροθέσμως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μακροπροθέσμως < (καθαρεύουσα) < μακροπρόθεσμ(ος) + -ως.

Επίρρημα[επεξεργασία]

μακροπροθέσμως

Πηγές[επεξεργασία]