μακροπρόθεσμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μακροπρόθεσμος < μακρο- + προθεσμία < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική à long terme
Επίθετο[επεξεργασία]
μακροπρόθεσμος, -η, -ο
- που διαρκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα
- μακροπρόθεσμο δάνειο
- που αναφέρεται στο σχετικά μακρινό μέλλον
- μακροπρόθεσμη πρόβλεψη
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μακροπρόθεσμος