μακροσεισμική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μακροσεισμική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου μακροσεισμικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική macroseismic < αρχαία ελληνική μακρός + σεισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μακροσεισμική θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μακροσεισμική
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)