μακροσκοπικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
μακροσκοπικά < μακροσκοπικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
μακροσκοπικά και μακροσκοπικώς
- παρατηρώντας κάτι από μακριά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μακροσκοπικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
μακροσκοπικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μακροσκοπικό