μακροχρόνια
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μακροχρόνια < μακροχρόνιος
Επίρρημα
[επεξεργασία]μακροχρόνια
- που διαρκεί μεγάλο χρονικό διάστημα
Αντώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μακροχρόνια
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]μακροχρόνια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μακροχρόνιο